νεκρωθῆναι

νεκρωθῆναι
νεκρόω
make dead
aor inf pass

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεκρώνω — (ΑΜ νεκρῶ, όω, Μ και νεκρώνω) [νεκρός] 1. επιφέρω παύση τών λειτουργιών τής ζωής, προκαλώ θάνατο, θανατώνω («οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῡ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον», ΚΔ) 2. αμβλύνω τις αισθήσεις, παραλύω, ναρκώνω, απονεκρώνω («νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”